- επίκλιση
- [-ις (-εως)] η уст.1) наклонение, нагибание; 2) облокачивание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επίκλιση — η (AM ἐπίκλισις) [επικλίνω] κλίση προς τα κάτω, κατηφοριά, πλαγιά («ἐν τοῑς ἐδάφεσι καὶ ταῑς ἐπικλίσεσιν αὐτῶν», Στράβ.) αρχ. 1. (για πρόσ.) το να είναι κάποιος ξαπλωμένος στο κρεβάτι 2. κλίση, κάμψη προς τα κάτω … Dictionary of Greek
ανεπίκλιτος — ἀνεπίκλιτος, ον (Μ) [επικλίνω] αυτός που δεν παρουσιάζει επίκλιση, ο σταθερός … Dictionary of Greek
δεβόνιο — Γεωλογική περίοδος του παλαιοζωικού αιώνα, η οποία ακολουθεί το σιλούριο και προηγείται του λιθανθρακοφόρου. Περιλαμβάνει τη χρονική περίοδο από την εξαφάνιση των πραγματικών γραπτολίθων, έως την εμφάνιση του productus και του πρώτου αντιπροσώπου … Dictionary of Greek
ευστατικές κινήσεις — Είναι οι μεταβολές του συνόλου της στάθμης των ωκεανών. Οι μεταβολές αυτές, που συμβαίνουν ταυτόχρονα σε ολόκληρη τη Γη, διαπιστώνονται από τον εντατικότερο σχηματισμό ή την ελάττωση των παγετώνων στις ηπείρους. Κατά τη διάρκεια, δηλαδή, των… … Dictionary of Greek